Όλα ή τίποτα. – Από την συγγραφέα Νίκη Μπλουτή
Όλα ή τίποτα. Αυτό ήταν το πιστεύω του από παιδί. Το λίγο δεν το χώρεσε ποτέ στη ζωή του. Ούτε στις σχέσεις του, ούτε στα λόγια του. Από μικρός έμαθε να δίνει πολλά. Να δένεται με τους ανθρώπους και να τα δίνει όλα. Τι πάει να πει λίγο; Λίγα λεφτά, λίγο κουράγιο, λίγη κατανόηση, λίγη υπομονή, λίγη αγάπη… ‘’Αν μ’ αγαπάς έστω και λίγο…’’ του είπε ένα βράδυ η Φωτεινή. Τι πάει να πει λίγη αγάπη; Είναι δυνατόν να αγαπάς έναν άνθρωπο λίγο; ‘’Και με λίγα λεφτά θα τα καταφέρουμε, λίγη υπομονή…’’ του είπε μετά με μάτια δακρυσμένα. Τι πάει να πει λίγη υπομονή; Ζυγίζεται η υπομονή; Εφτά χρόνια μετράνε μαζί και τίποτα δε μπόρεσαν να καταφέρουν. Τι να καταφέρεις με λίγα λεφτά και λίγο κουράγιο; Είναι δυνατόν να σου κανονίζει η τσέπη σου τη κάθε σου μέρα ή τα αισθήματά σου; Είναι δυνατόν να μετράς για τον άλλον ανάλογα με τα λεφτά που φουσκώνουν τη τσέπη σου;
Όλα ή τίποτα. Αυτό ξέρει ο Πέτρος κι αυτό ζήτησε απ’ τη Φωτεινή να του ξεκαθαρίσει όταν του μάσαγε τα λόγια της εκείνο το βράδυ. Όλα ή τίποτα, είσαι; Της είπε. Ή έρχεσαι μαζί μου και τα τινάζεις όλα στον αέρα ή μένεις πίσω χωρίς το Πέτρο. Ένα κι ένα κάνουν δυο Φωτεινή. Το καταλαβαίνεις αυτό; Αυτό της είπε για δέκατη φορά κι αυτή συνέχισε να κάθεται κουλουριασμένη στο κρεβάτι και ν’ αποφεύγει εσκεμμένα το βλέμα του που τη κεντούσε από μακριά.
Της τα είχε ξαναπεί όλα αυτά. Απ’ την αρχή όταν τη γνώρισε φρόντισε να της ανοίξει την καρδιά του. Αν δε ρισκάρεις στη ζωή δε θ’ αποκτήσεις τίποτα, της είχε πει απ’ την αρχή. Αν δεν αγαπήσεις δε θα καταλάβεις τίποτα. Αν δε κάνεις λάθος ποτέ δε θα μάθεις το σωστό. Αν δε βουτήξεις στα βαθιά ποτέ δε θα μάθεις κολύμπι. Απ’ την αρχή εκείνος ήταν ξεκάθαρος μαζί της. Δεν είχε μάθει να μασάει τα λόγια του, να κρύβεται πίσω από λέξεις και να παίζει παιχνίδια με τους άλλους. Τη Φωτεινή την αγάπησε απ’ τη πρώτη μέρα κι ήταν τίμιος μαζί της. Τίμιος και ξεκάθαρος.
‘’Στην Κύπρο θα πάμε ρε Φωτεινούλα δε θα πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου. Στην Κύπρο μάς δίνεται η ευκαιρία να χτίσουμε τη ζωή μας απ’ την αρχή. Όποτε θέλεις θα πετάγεσαι να βλέπεις τους δικούς σου. Μια ώρα απόσταση είναι με το αεροπλάνο. Μια κωλοώρα γαμώτο μου. Τι δεν καταλαβαίνεις; Θα γεμίσει η τσέπη μας λεφτά, πολλά λεφτά. Δυο χιλιάρικα θα μου σκάνε το μήνα στο χέρι καθαρά, έτσι μου είπαν. Από πότε έχεις να δεις τόσα λεφτά πες μου… Θα αποκτήσουμε αξιοπρέπεια. Έτσι δε λένε πως τη μετράνε σήμερα την αξιοπρέπεια; Με τα λεφτά που ‘χει ο καθένας στη τσέπη του; Εδώ τι κάνουμε; Δώσε μου μια ελπίδα να μπορέσω να σε καταλάβω.Πες μου γαμώ το κέρατό μου… της φώναξε εκνευρισμένος στο τέλος.
‘’Λίγη υπομονή ακόμα ρε Πέτρο, λίγη υπομονή… μονάχα αυτό σου ζητάω’’, άκουσε τη φωνή της να του ψελλίζει μες στα αναφιλλητά της. Του Πέτρου εκείνο το βράδυ του τέλειωσε η υπομονή. Δεν είχε άλλα αποθέματα. Του βάραιναν την καρδιά σαν μολύβι οι άδειες τσέπες, το άδειο ψυγείο, τα άδεια ντουλάπια. Του τέλειωσε η υπομονή. Του τέλειωσαν και τα τσιγάρα. Τσαλάκωσε με μια νευρική κίνηση το πακέτο μες στην παλάμη του και σηκώθηκε αποφασισμένος ν’ αλλάξει τη ζωή του. Να προσπαθήσει τουλάχιστον, αφού του δόθηκε η ευκαιρία. Να κολυμπήσει στα βαθιά κι όπου τον βγάλει.
‘’Αν ποτέ αλλάξεις γνώμη στείλε μου μήνυμα…’’ της φώναξε απ’ τη κουζίνα κι άφησε το εισιτήριό της πάνω στο πάσο.
Σήμερα χαζεύει τα σύννεφα από ψηλά μέσα απ’ τα μαύρα γυαλιά του και σκέφτεται τη Φωτεινή που άφησε πίσω. Σκέφτεται πόσο θα της άρεσε αυτή η θέα από ψηλά. Ο ουρανός, η θάλασσα, τα βουνά, τα σύννεφα. Πόσο θα της άρεσαν. Θα είχε βγάλει κιόλας τη μηχανή της και θα τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες. Κι ύστερα θα έγερνε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και θα χαμογελούσε.
Κατεβαίνει απ’ το αεροπλάνο με βαριά καρδιά. Η απουσία της Φωτεινής τού βαραίνει τώρα την καρδιά. Ανοίγει το κινητό του και ρίχνει μια ανυπόμονη ματιά στα μηνύματα. Κανένα μήνυμα. Συνεχίζει να περπατάει μέχρι την έξοδο με τη βαλίτσα στο χέρι κι αναζητάει με το βλέμμα του ένα ταξί. Όλα ή τίποτα λέει στον εαυτό του δυνατά για να του δώσει δύναμη και να τον ξαλαφρώσει απ’ το βάρος της απουσίας της. Όλα ή τίποτα κι απ’ τη Φωτεινή ούτε ένα μήνυμα, μονολογεί ξανά ρίχνοντας μια δεύτερη ματιά στο κινητό του τη στιγμή που ένα ταξί στριγγλίζει με τα φρένα του ακριβώς μπροστά του.