Συνέντευξη Πολύμνια Κοσσόρα: “Η διαδικασία της συγγραφής είναι για μένα ένα θαυμάσιο εσωτερικό ταξίδι…”.
Ποια ειναι Πολύμνια Κοσσόρα
H Πολύμνια Κοσσόρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, με πατέρα Μικρασιάτη πρόσφυγα και μητέρα Αθηναία. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες, Διοίκηση και είναι Fellow του Life Management Institute των ΗΠΑ. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Επικοινωνίας, Διοίκησης, Ηγεσίας και Εργασιακής Ψυχολογίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Για πολλά χρόνια έκανε καριέρα ως στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας. Στα χρόνια της δουλειάς και της δημιουργίας ταξίδεψε, μαθήτευσε, δίδαξε, γνώρισε πολλούς ανθρώπους και ιδέες. Άκουσε ιστορίες, είπε ιστορίες, έφτιαξε κι άλλες μέσα της. Τώρα, στα χρόνια της ωριμότητας θέλησε να μοιραστεί κάτι από τη μυστική της συλλογή. Το «Ανοξείδωτη Μνήμη» είναι το πρώτο της βιβλίο και βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία.
Zει στη Νέα Μάκρη, είναι παντρεμένη και έχει δυο γιους.
Κα Πολύμνια Κοσσόρα γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στις προσφυγικές γειτονίες της Νέας Ιωνίας. Θα ήθελα να μου πείτε τι θυμάστε έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
Θεωρώ τα παιδικά μου χρόνια μια από τις “προίκες” της ζωής μου, ίσως την πιο σημαντική. Μεγάλωσα στη Νέα Ιωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν γνωρίσει την απώλεια και την ταλαιπωρία, αλλά προχωρούσαν μπροστά με αισιοδοξία χτίζοντας μια ζωή απλή αλλά στέρεη. Έχω πολλά να θυμηθώ, ξεχωρίζω ωστόσο τη ζεστή αγκαλιά της οικογένειας μου. Τη γλυκύτητα του καθημερινού βραδινού φαγητού στην κουζίνα μας, με τον μπαμπά, τη μαμά και την αδελφή μου, τις ήρεμες συζητήσεις και τη μετάγγιση αγάπης και ασφάλειας, κάτι που εγγράφεται ανεξίτηλα στην ψυχή του μικρού παιδιού. Ξεχωρίζω ακόμη και την ανάμνηση της γειτονιάς, όπου υπήρχε ένα καταπληκτικό πνεύμα αλληλεγγύης, κατανόησης των αδυναμιών του άλλου, αλλά και συλλογικής μνήμης.
Έχετε σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και στη συνέχεια Διοίκηση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων. Ποιες ήταν οι εμπειρίες που αποκομίσατε μέσα από τη φοιτητική ζωή και πόσο επηρέασε τη μετέπειτα ζωή σας;
Τα φοιτητικά μου χρόνια τα πέρασα την εποχή της δικτατορίας, χωρίς ίχνος από το πνεύμα ελευθερίας, ξενοιασιάς και ‘ζαβολιάς’ που αποδίδουμε συχνά στη φοιτητική ζωή. Εγώ, ένα κορίτσι με μεγάλη έφεση για γνώση και με όνειρα και στόχους ζωής, βρήκα τη διέξοδο που χρειαζόμουν σε θερινά προγράμματα μετεκπαίδευσης στο εξωτερικό. Ένας μαγικός κόσμος εμπειριών άνοιξε έτσι μπροστά μου. Γνώρισα τόπους, κουλτούρες, έκανα φιλίες με νέα παιδιά από όλον τον κόσμο, εργάστηκα σε άγνωστα περιβάλλοντα, ‘ξεκόλλησα’ από τα τετριμμένα. Σήμερα μπορώ με σιγουριά να πω ότι αυτά τα καλοκαίρια ήταν ό,τι το καλύτερο αποκόμισα από τη φοιτητική ζωή.
Η ανάγνωση βιβλίων σας άρεσε από μικρή; Θεωρείτε τον εαυτό σας ένα μικρό βιβλιοφάγο;
Από μικρό παιδί υπήρξα πάντα φανατική, διψασμένη αναγνώστρια. Από τη Β’ Δημοτικού, από τότε που διάβασα το πρώτο μου μεγάλο βιβλίο, η ανάγνωση είναι ο φίλος, ο σύντροφος, ο παραστάτης μου. Το βιβλίο μού άνοιξε δρόμους στη σκέψη και τη φαντασία. Ο κόσμος μεγάλωνε εμπρός μου με έναν τρόπο μαγικό. Με μαγνήτιζαν οι λέξεις πάνω στο χαρτί και πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τις χρησιμοποιώ ως εργαλεία για να γνωρίζω τους άλλους, να πλάθω ιστορίες και τελικά να πιστοποιώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Αλλά και σήμερα διαβάζω καθημερινά και όταν τελειώνω ένα βιβλίο, μου είναι απαραίτητο να έχω ήδη έτοιμο πλάι μου το επόμενο. Να μην υπάρξει αμήχανο κενό. Κάτι σαν στερητικό σύνδρομο.
Η σχέση σας με τη συγγραφή βιβλίων από πότε ξεκινά;
Πάντα, όσο θυμάμαι, κάτι έγραφα. Από ρομαντική ποίηση στην εφηβεία, μέχρι μικρά δοκίμια, άρθρα, επαγγελματικές παρουσιάσεις στην καριέρα μου. Ωστόσο με τη «μεγάλη γραφή» καταπιάστηκα στα σοβαρά σε προχωρημένη ηλικία, όταν έκλεισα τον μεγάλο κύκλο της επαγγελματικής μου ζωής. Ρίχτηκα τότε με ενθουσιασμό στην περιπέτεια της λογοτεχνικής γραφής, ελεύθερη πλέον από τις αναγκαίες συμβάσεις και υποχρεώσεις.
Η συγγραφή βιβλίων πόσο σας επηρέασε στο να ανακαλύψετε πράγματα για τον πραγματικό σας εαυτό και ποια ήταν αυτά;
Η διαδικασία της συγγραφής είναι για μένα ένα θαυμάσιο εσωτερικό ταξίδι. Ελευθερώνει μέσα μου δυνάμεις σκέψης, κρίσης, συναισθήματος, που η καθημερινότητα συνήθως αφήνει παραμελημένες. Η συγγραφή ανέδειξε, για παράδειγμα, το μανιώδες ενδιαφέρον μου για την έρευνα τόπων, χαρακτήρων και ιστορικών γεγονότων που απαιτεί η δημιουργία ενός βιβλίου. Ακόμη, μέσα από τη συγγραφή διαπίστωσα με κάποια έκπληξη ότι δεν διστάζω εκτεθώ στον μελλοντικό αναγνώστη, αποκαλύπτοντας πτυχές από τη ζωή μου, κάτι που τόλμησα με το πρώτο μου βιβλίο. Τέλος, γράφοντας διαπίστωσα πόσο βαθύ σεβασμό, εκτός από την αυτονόητη αγάπη, τρέφω για την ιερή αθωότητα των μικρών παιδιών.
«Καίει ο ήλιος τα μεσάνυχτα;». Ένας τίτλος παράξενος και αντιφατικός θα έλεγε κανείς. Πώς καταλήξατε στον τίτλο αυτό του μυθιστορήματός σας; Σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για εσάς αυτές οι λέξεις; Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να δημιουργήσετε το νέο σας συγγραφικό παιδί;
Πράγματι, ο τίτλος ακούγεται αντιφατικός. Βρίσκω, ωστόσο, να ταιριάζει στο βιβλίο η πολλαπλή σημασία του. Παραπέμπει βέβαια κατ’ αρχήν στον πραγματικό ήλιο του μεσονυχτίου, μιας και ο ένας πόλος του μύθου βρίσκεται στην Νορβηγία και μάλιστα η πλοκή ξετυλίγεται το καλοκαίρι. Ο τίτλος ωστόσο έχει κυρίως συμβολική σημασία. Αναφέρεται στα ανατρεπτικά γεγονότα του μύθου που «καίνε» ζωές, αλλά και στο φως της αγάπης. Όσο για το ερωτηματικό, αυτό αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να δώσει την δική του απάντηση, να επιλέξει ποιον συμβολισμό θα κρατήσει στην καρδιά του. Και ο τίτλος, αλλά και η χώρα, η Νορβηγία, έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για μένα, μιας και βρέθηκα εκεί, ως νεαρή μετεκπαιδευόμενη, και γέμισα εντυπώσεις και εμπειρίες. Είδα έναν κόσμο, μια κοινωνία τόσο διαφορετική. Αυτή η διαφορετικότητα ήταν και ένα από τα ερεθίσματα που γέννησαν αυτό το βιβλίο. Το άλλη δυνατό ερέθισμα ήταν η επιθυμία μου να μιλήσω για την αδυσώπητη δύναμη του Τυχαίου που ανατρέπει ζωές και αλλάζει τον ρου των πραγμάτων.
Το μυθιστόρημα «Καίει ο ήλιος τα μεσάνυχτα» αναφέρεται σε γεγονότα μυθοπλασίας ή σε αληθινά περιστατικά που έχουν συμβεί;
Η ιστορία είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Προέκυψε μέσα από ένα μωσαϊκό από εντυπώσεις, ακούσματα, εμπειρίες και εικόνες που ήρθαν και ενώθηκαν για να φτιάξουν μια εντελώς νέα ιστορία. Ωστόσο η πλοκή περιέχει και ένα κρίσιμο, μεγάλο γεγονός που είναι απόλυτα αληθινό και συντάραξε τη διεθνή κοινή γνώμη όταν συνέβη το 2011. Η συνάντηση της μυθοπλασίας με ένα αληθινό περιστατικό υπήρξε μεγάλη συγγραφική πρόκληση και δυνατό ερέθισμα για μένα.
Ποια χρονολογία εξελίσσεται η ιστορία και σε ποιες πόλεις διαδραματίζονται τα γεγονότα;
Η ιστορία εξελίσσεται από το 2004 μέχρι και το 2017, με το κύριο σώμα της να τοποθετείται το 2010. Οι πόλοι της πλοκής είναι η Αθήνα και το Όσλο, αλλά κάποια περιστατικά αγγίζουν και το Λονδίνο, το Αμβούργο, και κάποιες τοποθεσίες της Λατινικής Αμερικής. Ακόμη πιο κοντά μας, τις Σπέτσες και τη Σέριφο.
Όλα αυτά τα μέρη τα έχετε επισκεφτεί προσωπικά; Έχετε ταξιδέψει εκεί, έχετε κάνει έρευνα εκεί;
Σε όλους τους τόπους του βιβλίου έχω ταξιδέψει, κάποιους μάλιστα τους γνωρίζω πολύ καλά και όχι ως απλός ταξιδιώτης. Μου αρέσει να γράφω για πράγματα και τόπους που γνωρίζω. Όσο για την έρευνα, θεωρώ ότι αποτελεί απαραίτητο στοιχείο σεβασμού προς τον μύθο, αλλά και προς τον μελλοντικό αναγνώστη. Σχετικά με αυτό το βιβλίο μου, η επιτόπια έρευνα στο Όσλο, μια πόλη που γνώριζα ήδη αρκετά καλά, το να περπατήσω στους δρόμους και τις πλατείες, να πάρω το μετρό, να περιδιαβώ στην προκυμαία, όλα έδωσαν σάρκα και οστά στην ιστορία που ήθελα να διηγηθώ.
Το νέο σας βιβλίο μιλάει για απρόβλεπτες καταστάσεις και για συνέπειες. Θεωρείτε τον εαυτό σας άτομο που μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε απρόβλεπτη συνέπεια όπως οι ήρωες σας;
Όχι, καθόλου! Δεν έχω μάθει να παίζω με την Τύχη, δεν θέλω να την προκαλώ, δεν είμαι εξοικειωμένη με το απρόβλεπτο. Από πεποίθηση και από χαρακτήρα δεν ρισκάρω. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκω ακραία ερεθιστικό το απρόβλεπτο που συμβαίνει στους ήρωές μου. Συμπάσχω μαζί τους όταν συγκλονίζονται από μια απροσδόκητη στροφή της ζωής. Νιώθω τον πόνο τους και την συντριβή τους.
Υπάρχει κάτι που έχετε αγαπήσει μέσα από το βιβλίο σας, ένα πρόσωπο, μια φράση;
Ανάμεσα στους ήρωές μου αισθάνομαι πολύ κοντά στον χαρακτήρα του Ορέστη. Αναγνωρίζω και συγκινούμαι από πολλά στοιχεία αυτού του λαμπερού νέου άντρα με την ευάλωτη ψυχή και τον αυθόρμητο χαρακτήρα. Όσο για τις φράσεις, ναι, υπάρχει αυτή η σύντομη φράση που αγαπώ ιδιαίτερα: «Τα μάγουλα έχουν μνήμη. Το ίδιο και τα χείλη. Και το μέτωπο, όταν το γέρνεις στο μέτωπο του άλλου και νιώθεις βαθιά μέσα σου να απλώνεται η ανακούφιση της συγγένειας της σάρκας. Οικείο τοπίο η αγκαλιά, τα χέρια που σφίγγονται γύρω σου με μια αθώα νοσταλγία».
Αρκετοί συγγραφείς έχουν πει κατά καιρούς ότι όταν ξεκινούν να γράψουν ένα βιβλίο, γνωρίζουν την αρχή και το τέλος, όπως επίσης και τον τίτλο που θα δώσουν. Το ίδιο ισχύει και στην δική σας περίπτωση;
Η ιστορία αυτή ξεκίνησε στο μυαλό μου ως μια μικρή νουβέλα με πυρήνα το απρόοπτο που έρχεται να ταράξει την ισορροπία μιας ‘καλής ζωής’ και σε βάζει εμπρός σε απροσδόκητα διλήμματα. Όταν όμως οι ήρωες μου πήραν μέσα μου σάρκα και οστά, είδα ότι δεν μπορούσα να σταματήσω εκεί. Μετά από τον πρώτο σχεδιασμό, προχώρησα λοιπόν πιο αποφασιστικά στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου μυθιστορήματος και τότε ήρθε σαν φυσική συνέπεια και το τέλος. Τον τίτλο τον είχα αποφασίσει από την αρχή. Κάποια στιγμή τον αμφισβήτησα, αλλά επανήλθα σ’ αυτόν και δεν το μετάνιωσα.
Πώς μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος ένα πολύ καλό μυθιστόρημα; Ποια πιστεύετε είναι τα βασικά κριτήρια για ένα καλό μυθιστόρημα;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια φόρμουλα, ένας γενικός κανόνας, για να διακρίνει κανείς ένα πολύ καλό μυθιστόρημα ανάμεσα στις αναρίθμητες εκδόσεις. Υπάρχουν άλλωστε εξαιρετικά μυθιστορήματα διαφορετικού είδους, μεγέθους και δομής μεταξύ τους, με άλλον τρόπο γραφής και εντελώς διαφορετικό ηχόχρωμα. Και όμως δεν μπορείς να μη τα θαυμάσεις όλα και να μη τα ζηλέψεις. Πάντως ένα πολύ καλό βιβλίο δεν μπορεί να είναι γραμμένο σε κακή γλώσσα, ακόμη και αν η πλοκή του είναι ενδιαφέρουσα, δεν μπορεί να περιέχει κλισέ, δεν γίνεται να πλατειάζει. Οι ήρωες του πρέπει να είναι πραγματικοί ανθρώπινοι χαρακτήρες, με ελαττώματα, αρετές και δυνατότητες, αλλά και το κάτι άλλο που τους κάνει ξεχωριστούς. Η ιστορία να έχει πιστευτές ανατροπές και μια κλιμάκωση που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον. Θα μπορούσα να παραθέσω πολλά ακόμη ‘να’ ή ‘να μη’, αλλά θα έπεφτα στην παγίδα της φόρμουλας. Σε κάθε περίπτωση πάντως ένα πολύ καλό μυθιστόρημα δεν οφείλει να ακολουθεί κάποια εκδοτική ‘μόδα’. Λέει απλά αυτά που θέλει να πει.
Στην προσωπική σας ζωή, η μοίρα έχει παίξει απρόβλεπτα παιχνίδια κι αν ναι ποια ήταν αυτά;
Ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός της ζωής μου οφείλεται ξεκάθαρα και κυριολεκτικά σ’ αυτό που λέμε «τυχαίο γεγονός». Κάτι που δεν προκάλεσα, ούτε και μπορούσα να φανταστώ. Συγκεκριμένα, η σχέση μου με τον άντρα μου ξεκίνησε επειδή κάποτε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή στην Ολλανδία, που επεξεργαζόταν τα στοιχεία χιλιάδων φοιτητών από όλες τις ηπείρους, επέλεξε να μας στείλει στην ίδια χώρα, στην ίδια πόλη, κατά τον ίδιο χρόνο και να μας φέρει κοντά για μια ζωή. Μου αρκεί αυτό το ευτυχισμένο «τυχαίο», ας μη ζήσω κανένα άλλο.
Μέσα από την προσωπική σας εμπειρία και από τα ταξίδια που έχετε κάνει, τι πιστεύετε ότι μπορεί να φέρει ένα άνθρωπο κοντά σε έναν άλλο και να τους «δέσει», να τους κάνει ένα; Μήπως η κουλτούρα, το πάθος, ο έρωτας, η ίδια η ζωή, όπως αναφέρετε και μέσα στο νέο σας βιβλίο;
Αυτό είναι ένα αρχέγονο ερώτημα που εξακολουθεί να αναζητά απάντηση. Όλα αυτά που αναφέρετε ή ίσως ένα μαγικό μίγμα τους. Αυτό που λέμε ‘χημεία’, έλξη του αντίθετου ή και έλξη του οικείου. Η διαφορετική κουλτούρα μπορεί στην αρχή να προσδίδει μυστήριο και έλξη, αλλά να μη μπορεί να αναπτύξει πιο πέρα τη σχέση, αν δεν προστεθούν και κάποια άλλα πράγματα. Το πάθος αποτελεί ισχυρό μαγνήτη, συνήθως όμως δεν είναι αρκετό για να δέσει ανθρώπους σε μια πορεία ζωής. Όπως λέω και στο βιβλίο μου: «Η σχέση τους παθιασμένη, που έμεινε όμως στην άκρη των δαχτύλων τους. Στις επιδερμίδες του ερωτικού καλοκαιριού. Στην εξέγερση κάποιων κρυφών αποδράσεων. Δεν πρόλαβε να βαθύνει, να χτίσει ανθρώπινη συγγένεια. Δεν πέρασε μέσα από στενωπούς, σιωπές, στενοχώριες. Δεν ισορρόπησε στην καθημερινότητα που μπορεί να σε καταπιεί σαν κινούμενη άμμος».
Στη ζωή σας η θρησκεία και η εκκλησία παίζουν κάποιον ρόλο;
Την θρησκεία την εννοώ ως έναν προσωπικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, αυτό που κάνει κάποιον να είναι «καλός άνθρωπος». Τίποτε παραπάνω ή λιγότερο από αυτό. Δεν παρακολουθώ την εκκλησία και τα θρησκευτικά τελετουργικά παρά μόνο ακροθιγώς, σαν στοιχεία της παράδοσης μας.
Αν σας ρωτούσε κάποιος να περιγράψετε τη συγγραφέα Πολύμνια Κοσσόρα με λίγες λέξεις, τι θα απαντούσατε;
Μια γυναίκα ώριμη, που βαδίζει μπροστά με εφηβικό ενθουσιασμό, αγαπάει, δημιουργεί και το απολαμβάνει.
Κα Πολύμνια Κοσσόρα σας ευχαριστώ πολύ που δεχθήκατε να σας φιλοξενήσουμε στο greekaffair.gr. Οι αναγνώστες μας και εγώ σας ευχόμαστε πάντα συγγραφικές επιτυχίες!
Εγώ ευχαριστώ για την φιλοξενία !!!